Eξασθενώ, διακόπτω, προκαλώ εξασθένιση, κοπάζω π.χ ο πόνος ελαττώθηκε, the pain abated.
Kαταργώ τερματίζω (με νομική ένοια).
Οδηγός Πρώτων ΒοηθειώνΤι πρέπει να κάνετε αν φτάσετε πρώτοιστο σημείο ενός ατυχήματος;